- κατάκομος
- κατά-κομος, mit lang herabhangendem Haare, dicht behaart; ἡ κατ., eine bestimmte Maske der Bühne
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατάκομος — κατάκομος, ον (AM) 1. αυτός που έχει μακριά και πυκνά μαλλιά («ὑπὸ κόρυθ ἁπαλότριχα κατάκομον θάλλει», Ευρ.) 2. (για δέντρα) πυκνόφυλλος, δασύφυλλος («κατάκομοι ὗλαι καὶ κατάσκιοι», Συνέσ.) μσν. πλούσιος, άφθονος («ἀνὴρ συνέσει πολλῇ τὸν λογισμὸν … Dictionary of Greek
κατάκομος — with falling hair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκομον — κατάκομος with falling hair masc/fem acc sg κατάκομος with falling hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόμοις — κατάκομος with falling hair masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακόμῳ — κατάκομος with falling hair masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκομα — κατάκομος with falling hair neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκομοι — κατάκομος with falling hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek